- γκόλφι
- τό1) амулет, талисман; 2) перен. любимая вещь;
την έχει γκόλφι και σταυρό — он её обожает, он на неё молится, она для него кумир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
την έχει γκόλφι και σταυρό — он её обожает, он на неё молится, она для него кумир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκόλφι — το 1. εγκόλπιο, φυλαχτό. 2. μτφ., πολύτιμο και αγαπητό αντικείμενο: Κρατάει τα γράμματα του γιου της γκόλφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκόλφι — το βλ. γκόλπι … Dictionary of Greek
γκόλπι — και γκόλφι και γκόρφι, το το εγκόλπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εγκόλπιον «φυλακτό», ουδ. του επιθ. εγκόλπιος] … Dictionary of Greek
εγκόλπιος — α, ο (AM ἐγκόλπιος, ον) 1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθος («εγκόλπιος σταυρός») 2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό μσν. νεοελλ. α) το επιστήθιο τού επισκόπου (με … Dictionary of Greek
εγκόλπιο — το 1. κόσμημα ή φυλαχτό, που κρέμεται από το λαιμό μας, χαϊμαλί, γκόλφι. 2. μικρό βιβλίο περιληπτικό, εκλαϊκευτικό, που περιέχει τα κύρια στοιχεία επιστήμης, τέχνης κτλ., βιβλίο τσέπης: Εγκόλπιο εφέδρου αξιωματικού. 3. (εκκλησ.), ασημένια εικόνα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)